βλέμματα

βλέμματα
βλέμμα
look
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • παπταίνω — Α 1. στρέφω ολόγυρα τα βλέμματα μου, κοιτάζω γύρω μου με οξύ και ερευνητικό βλέμμα («πάντοτε παπταίνων, ὥς τ αἰετός», Ομ. Ιλ.) 2. προσέχω, έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», Αισχύλ.) 3. αναζητώ κάποιον ή κάτι παρατηρώντας γύρω μου… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος …   Dictionary of Greek

  • βλεμματίζω — (Μ) ρίχνω βλέμματα …   Dictionary of Greek

  • γλαυκιώ — γλαυκιῶ ( άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α) 1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ ἰθὺς φέρεται μένει» ο λέων Όμ.) 2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων») 3. (για άψυχα) λάμπω… …   Dictionary of Greek

  • διασταυρώνω — (AM διασταυρῶ, όω) νεοελλ. 1. τοποθετώ αντικείμενα ώστε να σχηματίζουν σταυρό 2. φρ. α) «διασταύρωσαν τα ξίφη» μονομάχησαν β) «διασταυρώνω πληροφορίες, απόψεις κ.λπ.» μαθαίνω και συγκρίνω γ) «διασταυρώνονται δρόμοι, γραμμές κ.λπ.» τέμνονται και… …   Dictionary of Greek

  • διασταύρωση — Οικισμός (47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευβοίας. * * * η (Α διασταύρωσις, εως) η συνάντηση δύο γραμμών, δρόμων κ.λπ. σε ορθή ή περίπου ορθή γωνία νεοελλ. 1. το σημείο συνάντησης τών γραμμών …   Dictionary of Greek

  • επιπαμφαλώ — ἐπιπαμφαλῶ, άω (Α) [παμφαλώ] κοιτάζω από πάνω, ρίχνω βλέμματα πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”